Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009






Facebook!
ηρεμία στην πολιτική...

Anne Dorval

είναι κι άλλα στη ζωή που αξίζουν...


Xavier Dolan
έχετε σκοτώσει ποτέ την μητέρα σας;



την αγάπη σας;
J' AI TUE MA MERE

Adagio λοιπόν και Lara Fabian.....για πάντα....
και μετά απ’ το τραγούδι…. ένας προβληματισμός και μια συγκλονιστική ταινία….

ΣΚΟΤΩΣΑ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ…. J' AI TUE MA MERE

Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι είναι αμαρτία να μισείς τη μάνα σου.Υποκρίνονται! Κι αυτοί έχουν μισήσει τις μάνες τους. Μπορεί για μια στιγμή, μπορεί για ένα χρόνο. Μπορεί τώρα να μην τις μισούν ή και να το έχουν ξεχάσει......αλλά όλοι τις έχουν μισήσει!
Λόγια του Υμπέρ…του Xavier Dolan.

Tι άλλο να πω εγώ για το adagio της αγάπης Μάνας και Γιου μέσα απ’ το σενάριο και την σκηνοθεσία του 19χρονου Γαλλοκαναδού σκηνοθέτη Xavier Dolan. Ταινία κοινωνική βαθύτερα με περιεκτικό σενάριο και δύσκολες ερμηνείες σε δύσκολους και επιπλέον σε ταμπού ρόλους. Προπάντων ρόλους εφήβων και μάλιστα προβληματισμένων, όχι με την πολιτική, μα με την προσωπική τους ελευθερία. Ελευθερία να αγαπάνε˙ ακόμη κι αν μες στο μυαλό τους έχουν σκοτώσει την αγάπη! Τι προσέγγιση να κάνω αναρωτιέμαι σ’ ένα πρόβλημα που προσωπικά με θίγει το ίδιο: όπως και το πρόβλημα των υποσιτισμένων, των κακοποιημένων, των απαίδευτων παιδιών του πλανήτη μας˙ της ίδιας μας της κοινωνίας που ακόμη μισεί τις ιδιαιτερότητες με αποτέλεσμα να τις οδηγεί στη μιζέρια της ηθικής και υπαρξιακής απομόνωσης!
Όπως και να ‘χει την ταινία δεν θα την συνιστούσα σε ηλικία κάτω των 18 χρόνων˙ κι αυτό γιατί η γοητεία της, γιατί είναι γοητευτική με το χιούμορ με την φυσική απλότητα στην ελεύθερη ποιητικά επίδειξη σκηνών, που κάποιους φυσικά μπορεί να σοκάρουν, με την έξυπνα στημένη δραματοποίηση των χαρακτήρων όλων των ερμηνευτών, με το ποιητικό σουρεαλισμό της, με το γκρίζο συναίσθημα και τους βαθύτερους συμβολισμούς της, αλλά και με την ρεαλιστική σκληρότητα της˙ με όλα αυτά που φιλοσοφικά πιστεύω θα παρέσυραν την έστω και σακατεμένη στους καιρούς μας αγνότητα των νεότερων στην ωραιοποίηση και στην υπεραπλούστευση των οιδιπόδειων συμπλεγμάτων μας.
Τα λόγια είναι περιττά˙ μια και εδώ ευτυχώς, αλλά αμφίβολα κυρίως στις αστικές σημερινές μας κοινωνίες, το μίσος μα κι η αγάπη μεταξύ Μάνας και Γιού στο παρατρίχα υπερβαίνουν τη μικρότητα των παθών μας, και ανυψώνονται υπερβατικά πέρα μακριά στον θαλασσινό ορίζοντα πιασμένες χέρι, χέρι σαν σύμβολα της μιας και μοναδικής αληθινής ανθρώπινης αγάπης!
Η φωτογραφία κάποιες φορές μας ταξιδεύει σε παραμυθένιες εκστάσεις. Η μουσική λιτή χωρίς να συνεπαίρνει μαγεύει την εικόνα, την κίνηση και προπαντός την ανάγκη του θεατή να απολαμβάνει απερίσπαστος την μέθεξη με τις ιδέες και τα σύμβολα του έργου.
Ο νεαρός ηθοποιός Xavier Dolan στον κεντρικό ρόλο του Hubert Minel ζει κυριολεκτικά μέσα και από τον ρόλο του την ίδια; τη ζωή του. Η μητέρα του Chantale, με την Anne Dorval, ισορροπώντας μεταξύ αγάπης πόνου και μίσους και φόβων ενσαρκώνει την Μάνα, που όλοι μας στο τέλος κατανοούμε και αγαπάμε! Όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί νέοι και μεγαλύτεροι πολύ καλοί μέχρι κι ονειρικά υπέροχοι.
Ταινία συγκλονιστική που ανεπιφύλακτα συνιστώ σ’ όσους νοιώθουν ή θέλουν να είναι πραγματικά ελεύθεροι….

Άγγελος Κότσαρης
17.12.09

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009

Μιά σπουδαία ταινία του φετινού χειμώνα.

Η Ταινία Fish Tank


Τι να πει κανείς για την ταινία˙ με θέμα τις σεξουαλικές σχέσεις των σημερινών ανθρωπίνων όντων μέσα και έξω απ’ τα όρια της (φάρμας) συγγνώμη ενυδρείου ήθελα να πω˙ Fish Tank της σκηνοθέτιδας και σκηνογράφου
Andrea Arnold! Πάντως η ουσία της ταινίας˙ όσο κι αν από μια μεριά φαίνεται το περιεχόμενο της να τοποθετείται, έστω και επιδερμικά, σε ταξικούς ή ηθικούς προβληματισμούς και πάθη μιας σε νευρικότητα ευρισκόμενης νεολαίας, εν τούτοις βαθύτερα και μέσα από τις συμπεριφορές των νέων που αφηγηματικά περιγράφονται ρεαλιστικά με πρόσθετα εργαλεία, την μουσική που ακούν και τον ανεπιτήδευτο τους γλωσσικό αλλά αγχωμένο αυθορμητισμό τελικά αποτυπώνει ένα γενικότερο προβληματισμό που έχει να κάνει με την πορεία της νεολαίας εν γένει˙ και μάλιστα κατ’ επέκταση έχει να κάνει με όλους μας ανεξαιρέτως τους εκτός και εντός ηλικίας υποψιασμένους και ανυποψίαστους, με όλους μας ειδικότερα τους εντός και έξω κι απ’ τις εργατικές πολυκατοικίες, τους εντός και έξω απ’ την χωλαίνουσα διεθνώς παιδεία, αλλά και τους εντός ή κι έξω απ’ τον στοιχειώδη ή και ανύπαρκτο ανθρωπισμό μας.
Κάτι το σαθρό φαίνεται πράγματι να σηματοδοτεί η νέα μας εποχή, κάτι που σαν σαράκι διαβρώνει την νεολαία, όλους μας και μάλιστα 60 χρόνια μετά την Σεξουαλική επανάσταση. Κάτι που έχει να κάνει με την εύκολη συναίνεση στην ασυδοσία και την ύπουλη παρεμβολή και επικράτηση της γονιδιακής μας ατέλειας στις ανθρώπινες σχέσεις. Με την εγωιστικά επιλεγμένη θέση μας κυριαρχίας εις βάρος του συνόλου της ύπαρξης μέσα στη φύση. Με το ίδιο το Σύστημα που διαλέξαμε, το οποίο κυρίως με μέσα υλιστικού υπολογισμού, κι όχι με μέτρο το άριστο της ικανοποίησης και μόνο των στοιχειωδών φυσικών μας αναγκών, αλλά με καθαρή διαπλοκή σε άνομες και αλαζονικές απαιτήσεις ενισχύει την εκμετάλλευση της ίδιας μας της ανθρώπινης αδυναμίας. Φαίνεται λοιπόν πως τελικώς η σεξουαλική επανάσταση μετά τον Α. Κίνσεϊ (1948), ενώ άλλος ήταν ο πρωταρχικός ανθρωπιστικός της σκοπός, τελικά, διευκόλυνε τη τόλμη και την ευκολία στην άοπλη και ευάλωτη Ατομική μας ευχαρίστηση, χωρίς όμως να προστατεύει καθόλου η ίδια την προσωπικότητα του ίδιου του άτομου από τις διαχρονικά δικές του επικρατούσες τάσεις προς στρέβλωση και πόνο περίπου μαζοχιστικό. Όλα φαίνεται να κυλούν έτσι που τελικά να μοιάζει ότι μετά την επανάσταση οι ίδιοι οι απελευθερωμένοι απ’ το sex άνθρωποι, θεοποιώντας ένα θεαματικό αλλά και κενό περιεχομένου είδωλο του αληθινού έρωτα, ανίδεοι από την πόρτα της στειρότητας, μέσω μιας άλλης πιο σκοτεινής πόρτας, ξαναμπήκαν με ψυχωτικές ψευδαισθήσεις ότι είναι πλέον ελεύθεροι στην καινούργια κι όχι φανταστική σκλαβιά τους.
Η διαφορά όμως στο πριν και το τώρα είναι ότι, τώρα που άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου, εκείνο που απαγόρευε στο παρελθόν «την ευχαρίστηση από τα εκτός γάμου πηδήματα προς όλες τις κατευθύνσεις» σήμερα μπορεί πολύ ωραία να αντικαθίσταται με άλλους το ίδιο επικίνδυνους ψευδεπίγραφους ελεύθερους παραδείσους σε πολλές και κρίσιμες κοινωνικές δραστηριότητες μας, ακόμη και στην εσχατιά του απολιτικού πολιτικού μας προσανατολισμού !
Παλιότερα, βλέποντας την ταινία της
Andrea Arnold νίπτοντας τας χείρας και γενικότερα υποκριτικά αποστασιοποιούμενοι θα καταλήγαμε με απαισιοδοξία στη γνωστή ρήση «ότι σπέρνεις θερίζεις», και θα κλείναμε κάθε συζήτηση χωρίς συναισθηματισμούς και χωρίς ποτέ βεβαίως να περιμένουμε την συντέλεια του κόσμου μετά απ’ την οποιαδήποτε στερημένη συγκομιδή αυτών που δια βίου μαζέψαμε! Τι άλλο και πάλι από πόνο!
Σήμερα σε μια αίθουσα κινηματογράφου παρακολουθώντας περίπου 400 άτομα την ταινία Fish Tank, το άξιο περιεργείας είναι ότι βλέποντας αυτό στο οποίο εν δυνάμει λίγο το λίγο σήμερα μεταβληθήκαμε όλοι, παρατήρησα ότι οι μισοί και πάνω, χωρίς έστω κλαυσίγελους, γελούσαν ανενδοίαστα μέσα από τις λεκτικές ατάκες και τις σαρκαστικές εικόνες του σεναρίου και των πλάνων που προειδοποιούσαν, όμως με υποβόσκουσα πρόβλεψη σκηνοθετική, για το δράμα και την κατηφόρα στο δρόμο της κοινωνικής και ατομικής απαξίωσης των κινηματογραφικών ηρώων που ολοκάθαρα βλέπουμε να υποδύονται αλλά και των άλλων συνειρμικών ηρώων της καθημερινότητας μας. Οι υπόλοιποι από τους θεατές, ψυλλιασμένοι μπορεί, άνετα πάντως και χωρίς ιδιαίτερο πάθος παρακολουθούσαν επίσης το εν εξελίξει δράμα μιας υπέροχης ηθοποιού - Katie Jarvis- στο ρόλο μιας 15χρονης έφηβης Μία, που μέσα στο σπίτι της και παρουσία της ακόμη μικρότερης αδελφής της, υπό την διαπαιδαγώγηση μιας μάνας˙ που απ’ ότι ανθρώπινο της έχει απομείνει, το μόνο καθαρό κι από το αλκοόλ σκεφτικό της είναι, ότι ο καλός άνδρας είναι αυτός που πήδα καλύτερα˙ οδηγείται αν όχι στο βιασμό αλλά στα σίγουρα στην αποπλάνηση από τον ερωμένο της ίδιας της, της μάνας.
Περιεργείας επίσης άξιον είναι, ότι σύσσωμο το κοινό που παρακολουθούσε την ταινία, αφού πρώτα διασκέδασε γαργαλημένο με την ερωτική σκηνή της αποπλάνησης, τότε και μόνο όλοι στα ξαφνικά˙ μπροστά στα φοβερά γεγονότα που έπονται σαν χείμαρρος και σαν θηλιά στο λαιμό μας μες στην αίθουσα μετά κι απ’ αυτό και μόνο τότε όλοι στα ξαφνικά˙ βουβαθήκαμε, και παραμείναμε ακίνητοι σιωπηλοί, αλλά και πολύ το πιστεύω και ασυνείδητα αγχωμένοι. Τέλος περιεργείας άξιο φαίνεται το ότι η επαφή μας πλέον με το καλό και το χρήσιμο είναι τόσο απόμακρη, που συνειδητά κανείς μας δεν καταλαβαίνει τι στο καλό είναι αυτός, και που μας πάει;, ο σημερινός αλωμένος μας εαυτός. Ποτέ στην Ιστορία την Πανανθρώπινη δεν ήταν η ερωτική προσέγγιση θέμα απλό για τον άνθρωπο. Σήμερα νομίζω έχει γίνει πιο περίπλοκο και πιο πονετικό, τουλάχιστον στις διαστάσεις του και την ραγδαία επέκτασή του.
Η σκηνοθέτης
Andrea Arnold, στηριγμένη σ’ ένα μεστό χωρίς απεραντολογίες σενάριο, κάνει ότι μπορεί όχι μόνο για να μας δείξει τα λάθη μας ή και την συνειδητή άγνοια μας στα προβλήματα της νεολαίας, όλων μας, αλλά συνειδητά μας παρασύρει έστω για λίγο και ξώφαλτσα να τα σκεφτούμε. Το πόσο μας λυτρώνει αυτό, το δεύτερο μέρος του φιλμ πιθανόν θα το δείξει στο μέλλον με την κατανόηση ή όχι των ίδιων σκέψεων της σκηνοθέτριας αλλά και των ίδιων των δικών μας προβλημάτων. Διαφωνώ ως προς αυτούς που βλέπουν happy end στην ταινία, τα σημάδια της κόλασης δεν χάνονται μπορεί μόνο να ανακυκλώνονται πάντα όμως μες στο ενυδρείο της αδυναμίας μας να καταλάβουμε το σωστό απ’ το εσφαλμένο.
Αν κάτι στη ταινία είναι συμβολικά παρήγορο είναι το ραβδί, κι όχι ότι φθάνει αυτό!, που συγχρόνως κρατιέται από την Μία και από την κόρη του Κόννορ.
Η ταινία δεν πνίγει. Με την άψογη τεχνική της με το υπέροχο παίξιμο όλων των ηθοποιών της, της Katie Jarvis στον σπονδυλικό ρόλο της Mia, με τον Michael Fassbender στο δύσκολο ρόλου του εραστή... Connor, με τον ρόλο της μάνας από την Kierston Wareing ... με τον Harry Treadaway ... στο ρόλο του Kyle και της Charlotte Collins ... στο ρόλο της Sophie, η ταινία σαφώς, αλλά όχι βάναυσα, προβληματίζει και μάλιστα με το ύφος διαχρονικού ανθρώπινου δράματος μέσα σε ενυδρείο ανθρωπίνων παθών.
Την συνιστώ σε νέους αλλά και σε ηλικιωμένους ανεπιφύλακτα!
Άγγελος Κότσαρης
24.11.09

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

Ισαάκ ντε μπανκολέ και την Γιούκι Κούντο Μπίλ Μάρεϊ

Γκαελ Γκαρσία μπερνάλ
Στο ρόλο της σημερινής ερωτικής γυναίκας η Πάζ ντε λα Χουέρτα









Ντε Κίρικο
Ντε Κίρικο
Τζόν Χάρτ


Τίλντα Σουϊντον

Σαράντης Καραβούζης

Ισαάκ Ντε Μπανκολέ
ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ THE LIMITS OF CONTROL Σαράντης Καραβούζης

Ο καταξιωμένος σκηνοθέτης Τζίμ Τζάρμους μέσα από τη στοιχειώδη αφηγηματική γραφή του στην νέα του αυτή ταινία «ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ (THE LIMITS OF CONTROL)» …˙ ακροπατώντας μετέωρος σε τεντωμένο, σαν τρίχα, λεπτό σχοινί αφηγηματικής ισορροπίας, και μέσα σε ατμόσφαιρα λιτού και υποβόσκοντος κινηματογραφικού ύφους underground, στα όρια δηλαδή κατανόησης του θεατή˙ προσπαθεί, να βγάλει προς τα έξω τη δραματική αντίφαση να χαθεί ή να μην χαθεί η λευτεριά του Υποκειμένου μέσω του ελέγχου του από το ψευδεπίγραφο αντικειμενικό υποκείμενο! Τρόπος και Σ. Καραβούζης
μέσον κατ’ εξοχήν το οποίο χρησιμοποιεί στην ουσία το καπιταλιστικό σύστημα, ετούτη τη φορά, για να καπελώσει την ανεξαρτησία του Υποκειμένου. Στη ταινία, η φαντασία του Υποκειμένου μαζί με την εμβάθυνση του σε Βουδιστικές φιλοσοφικές πρακτικές ψυχεδελικού τύπου, όπως του τάι τσι και κουί κόνγκ, συμπυκνωμένες όλες μαζί στη μεταφορική μορφή της χορδής ενός μαγικού βιολιού, φαίνεται να αποτελούν το όπλο εξόντωσης της Βαρβαρότητας και του ελέγχου του κυρίαρχου συστήματος. Όμως και σε τελική και πιο βαθύτερη ανάλυση αναδεικνύεται από τον ίδιο τον σκηνοθέτη, πως μόνον η ίδια η διαχρονικώς επιμένουσα Στάση Ζωής και κυρίως η έμφυτη Γνώση του Υποκειμένου είναι μάλλον αυτά που τελικώς βάζουν τη θηλιά στον λαιμό του μεγάλου αδελφού, λίγο πριν και αμέσως μετά την επικράτηση του Νέου κόσμου του Όργουελ (1984). Ανάμεσα απ’ το αισιόδοξο και το απαισιόδοξο, με ανεπαίσθητο χιούμορ ερμηνευτικό και μόνον, Ταινία βαθειά ανατρεπτική και γι’ αυτό σταθερά κολλημένη στο χείλος του πουθενά και της τρυφερότητας. Μιας Πανανθρώπινης (sic) Yποκειμενικής τρυφερότητας. Ταινία˙ με λόγο και χωρίς λόγο˙ που όμως παντού μέσα της πλανιέται το αινιγματικό Υποκείμενο, σαν αόρατος Άγγελος, πάνω και μακριά στο Συμπάν που δεν έχει κέντρο και άκριες, κι ό οποίος αγναντεύοντας διαρκώς περιμένει τη στιγμή που αποφασιστικά και θλιμμένα θα τιμωρήσει τα ίδια του τα θαυμαστά αντικειμενικά έργα!
Άμα, γυρίζοντας σπίτι, σκεφτείς καλά αυτή τη ταινία πιθανόν και να την συμπαθήσεις. Και αν έτσι συμβεί πάει να πει ότι κάτι κέρδισες απ’ την πάλη σου με τον ίδιο σου τον αντικειμενικό! (sic) εαυτό! Ταινία κυρίως για νεαρά Υποκείμενα που ελπίζουν καλύτερες κοινωνίες απ’ αυτές του σήμερα˙ αλλά και για μεγαλύτερα Υποκείμενα, που χωρίς να γλύφουν και να συμμαχούν με το σύστημα, περιμένουν εντός των ορίων ελέγχου κάποιος, κάποιοι; να το αλλάξουν! Το σκεπτικό του Τζίμ Τζάρμους τελικά μου θυμίζει την φιλοσοφία του Αιγύπτιου διανοούμενου Ναγκίμπ Μαχφούζ με τη διαφορά, ότι ο πρώτος βιασμένος, χωρίς εκδικητικές μικροεπιδιώξεις, επισπεύδει την Επανάσταση, με τον αρχηγικό και πλήρη αυτοέλεγχο του Υποκειμένου του, βασιζόμενος σε αποστασιοποιημένες απ’ την πεζή πραγματικότητα υπερβάσεις, υπερβάσεις αδοκίμαστες διαχρονικά, ο δεύτερος πιο απλουστευτικός και ίσως πιο αληθοφανής και πιο κοντά στα Ανθρώπινα βλέπει ότι η Επανάσταση συντελείται καθημερινά μέσα από την διαχρονική Στάση και Θέση Ζωής των Υποκειμένων. Βεβαίως και στις δύο περιπτώσεις, ας σημειωθεί σαν τελική διάκριση, το ότι μόνο ο δεύτερος τιμήθηκε με νόμπελ και όχι ο πρώτος. Μπορεί κι αυτό να έχει ή να μην έχει τη σημασία του!
Από εκεί και πέρα η Μαδρίτη, η Ισπανία σε πλάνα του Τζάρμους μου θύμισαν πίνακες του φίλου μου Σαράντη Καραβούζη και του de kiriko. Πίνακες της πραγματικής και της αρχαίας και βαθειάς θλίψης, στο επ’ άπειρον; του Υποκειμένου.
Η φωτογραφία Christopher Doyle επεξηγηματική και στις λεπτομέρειες της διακρίνεται και διαρκώς υποβοηθά την ηθελημένη σκηνογραφικά λιτότητα της αφήγησης.
Οι ηθοποιοί υπέροχοι στις ερμηνείες τους! Με τον Ισαάκ Ντε Μπανκολέ, ξεχωριστό και τέλειο, σαν, σε λαξευμένο γρανίτινο βράχο, εικόνα του εκτός ελέγχου Υποκειμένου. Με την Τίλντα Σουίντον, σαν πλάσμα εξωτικό και αιθέριο φιλοσοφημένης μεταφυσικής πραγματικότητας, στα όρια του εκτός ελέγχου κι αυτή. Και με όλους τους άλλους όπως τους: Τζον Χερτ, Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, Μπιλ Μάρεϊ, Γιούκι Κούντο, κ.α, σωστούς ο καθένας και εντυπωσιακούς ανάλογα με την ερμηνευτική θέση (μικρή ή μεγάλη) που γι’ αυτήν επιλέχτηκαν από τον πρωτοποριακό σκηνοθέτη Τζίμ Τζάρμους.
Και πάλι λεω, ότι η ταινία αν και δύσκολη σε πρώτη ματιά, εν τούτοις για τους νέους και τους μεγαλύτερους και όπως τους περιέγραψα πιο πάνω, σαφώς σκιαγραφεί την πρόοδο του Υποκειμένου και την Πανανθρώπινη διαχρονική Ελπίδα του να ξεπεράσει τον εαυτό του έξω απ’ τα όρια του ελέγχου κάθε συστήματος! Γι’ αυτό και την συνιστώ.
Άγγελος Κότσαρης
19. 11. 09

Δευτέρα 4 Μαΐου 2009

CLOSING THE RING.



Επέστρεφε
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με --όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη, κ' επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα· όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,κ' αισθάνονται τα χέρια σαν ν' αγγίζουν πάλι. Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται....

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης.


Λάδι. Άγγελου Κότσαρη

Ο κύκλος έκλεισε!
Μία ταινία, ανθρώπινης συνέπειας στην εξόφληση των ερωτικών δανείων μας, του σκηνοθέτη Ρίτσαρντ Ατέμπορο.

Ο Καβάφης ξεκάθαρα στο ποίημά του «Επέστρεφε» ανεβάζει στον ουρανό το ερωτικό δράμα της μνήμης του αίματος, που το παγίδεψε μες στο χρόνο η αγαπημένη αίσθηση των χειλιών, του δέρματος, των χεριών, του ερωτικού αγγίγματος.
Μια γηραιά φίλη μου, μετά από εξήντα χρόνια γάμου επιτυχημένου με δακτυλίδι διαμαντένιο˙ και μάλιστα με άριστες όλες τις απ’ αυτόν θεσπισμένες κοινωνικές του συμβατικότητες˙ όταν, χρόνια μετά τον θάνατο του συζύγου της, κάποια στιγμή την ρώτησα τι άλλο θα επιθυμούσε στην ζωή της, μου απάντησε με λαχτάρα εφηβική, «Έστω και τώρα να πάω να βρω, και να ιδώ ακόμη κι από μακριά τον πρώτο μου εραστή!»
Ο Καβάφης και η Κυρία στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, ξεπερνώντας όλες τις καταπιεσμένες αδυναμίες της ανθρώπινης ύπαρξής μας, δεν κάνουν τίποτα άλλο απ’ το να υμνούν ποιητικά την παντοδυναμία του έρωτα, και την αδυναμία όσων υπόλοιπων δεν την γνώρισαν ή θέλουν, αγχωτικά, επιτηδευμένα να την αγνοούν.
Ο μαγευτικος σκηνοθέτης Richard Attenborough, του «Κύκλου έκλεισε», ξεφεύγοντας αλλά όχι αγνοώντας «το έρως ανίκατε μάχαν», σε μια τρυφερά Δραματική βυθοσκόπηση με το γνωστό γοητευτικό αγγλικό χιούμορ του, θέτει σε αντιπαράθεση της ερωτικής παντοδυναμίας, αυτό που ο χρόνος μόνο μπορεί να το κάνει Αγάπη. Αυτό δηλαδή που απαντώντας εγώ˙ στην απορία του υπέροχου νεαρού ηθοποιού Pete Postlethwaite, «ότι οι ανθρώπινες υποσχέσεις μπορεί να δίδονται, αλλά δεν κρατιούνται»˙ ότι δεν κάνει λάθος, αν πράγματι πιστεύει, ότι ο έρωτας μαζί με την κατάκτηση μέσα απ’ τον χρόνο της αγάπης, δεν μπορούν να κάνουν τις υποσχέσεις δυνατές! Νομίζω ότι, στο υπέροχο ξετύλιγμα του χρόνου στην ταινία με τα αριστουργηματικά ξαφνιάσματα των Flashbacks του Ατέμπορω, ο νεαρός κατάλαβε˙ και πιθανόν δείχνει τελικά να συγκινείται με την ανθρώπινη αυτή μεγαλοσύνη, στο ότι, «μέσα απ’ τον πόνο, κάποιοι άνθρωποι, είναι δυνατόν να μπορούν να δικαιολογούν και ανθρώπινα το μεγαλείο του ονειρικού συμπλέγματος των ψυχών με τον έρωτα», που ο σπουδαίος σεναριογράφος, Peter Woodward, ποιητής, σε κάθε λεπτομέρεια πέρασε σαν ενότητα νοηματική σ’ όλο το ξετύλιγμα της ταινίας. Χωρίς βεβαίως και ο ίδιος σεναριογράφος, σαν περιττό, να παραβλέπει το μάταιο αλλά το πρακτικό μέρος της συνηθισμένης ζωής μας, που, σε διαμετρική και αντίθετη κατεύθυνση, μας κάνει προσγειωμένους να ασχολούμαστε, περισσότερο κι απ’ τον έρωτα και την αγάπη με τα πρακτικότερα πάθη μας, τον εγωισμό, το μίσος, την βία, τον πόλεμο κ.λ.π.
Τα μεγάλα πλάνα και η φωτογραφία καταπληκτικά! Η πλαστικοποίηση των πολεμικών σκηνών, φυσική μάλλον προτίμηση του Ατέμπορω, ο οποίος με τον τρόπο του αυτό, σε αντιδιαστολή, πιθανόν εξορκίζει το κακό, έξω, απ’ την προσωπική του ποιητική διάθεση για το εν γένει ερωτικό σενάριο.




Οι ηθοποιοί στο σύνολό τους ήταν πολύ πειστικοί. Οι ίδιοι κάτω απ’ την μπαγκέτα των δύο μάγων, σκηνοθέτη και σεναριογράφου, στις περισσότερες περιπτώσεις, και όταν παρουσίαζαν τους ήρωες της ιστορίας, σε νεαρά ηλικία, απέπνεαν την δροσιά και τον ενθουσιασμό των νιάτων, αλλά κι όταν παρουσίαζαν τους ήρωες, σε μεγαλύτερη ηλικία, έστεκαν στο ύψος των περιστάσεων, μεταλλάσσοντας, την απλοϊκότητα των πρώτων, σε ωριμότητα, υποστηρίζοντας έτσι την ηλικιακή μεταβολή των ανθρώπινων χαρακτήρων σε υποχωρήσεις και θεμιτούς συμβιβασμούς συναισθημάτων.

Η Shirley MacLaine, προσωπικά, στις περισσότερες σκηνές υπήρξε τραγικά δυνατή.



Ο Τέντυ, ο γλυκός άνδρας του μεσοπολέμου, (American Dream), ήταν φυσικό μνημειακά να διαπερνά τον χρόνο και να συγκινεί ακόμη και σήμερα. Ο Christopher Plummer σπουδαίος ερμηνευτής.
Μια ταινία, σαν τις περισσότερες του Ατέμπορω, που ο Κινηματογράφος δικαιώνεται σαν Τέχνη και μάλιστα ποιητική!
Μια ταινία αισιόδοξη μέσα απ’ την διδαχή του ανθρωπίνου δράματος.
Άγγελος Κότσαρης.
4.5.2009

Σάββατο 14 Μαρτίου 2009




THE INTERNATIONAL

του σκηνοθέτη Τομ Τίκβερ

Με τους Κλάιβ Όουεν, Ναόμι Γουάτς, Άρμιν Μίλερ-Σταλ
Το κείμενο είναι του Άγγελου Κότσαρη
Η καταπληκτική αυτή ταινία του σκηνοθέτη Τομ Τίκβερ, για μένα τον πρωτόβγαλτο γηραλέο κύριο, που κατά τα άλλα καλό θα ήταν να κάθονταν στο σπίτι του, ή μάλλον στ’ αυγά του, αποτέλεσε αιτία να νοιαστώ και να πάρω νωρίτερα τουs β blogers μου μέσα στο σινεμά. Επίσπευσα την λήψη φαρμάκων μου στο σινεμά, όχι γιατί η αδρεναλίνη μου ανέβηκε στα ύψη, μέσα στο μουσείο Guggenheim, ούτε καν για τα πολλά αίματα, που πολύ συχνά κυλούσαν σαν το ποτάμι από στομάχια θώρακες και κεφάλια. Το κλιμακωτό άγχος μου και ο κλιμακωτός προβληματισμός μου, που επίσης κλιμακωτά συνεχώς έβαζαν σε κίνδυνο τον διψασμένο ολοένα και για περισσότερο αίμα καρδιακό μου μυ, δεν ήταν η σκηνοθεσία, η οποία μάλιστα σε γενικές γραμμές στην πραγμάτωση της αληθοφάνειας της, δεν διαφέρει πλέον από φυσικές περίπου ανάλογες σκηνές βίας,
που τώρα τελευταία βλέπουμε και στην Αθήνα, και που λίγο πολύ σαν έξεις αρχίζουμε, όπως και με όλα τα καλά του παγκοσμοποιημένου πολιτισμού μας, να τις συνηθίζουμε και μάλιστα να μην μας φθάνουν. Την ξεχαρβάλωτη καρδιά μου δεν την τάραξαν οι ερμηνείες των ηθοποιών– δεν ήταν καν αυτοί, που κατά την γνώμη μου μέσα σε τέτοιο ορυμαγδό ψυχικών συγκρούσεων δεν έκαναν ότι έπρεπε να κάνουν, και δεν έδωσαν τον καλύτερο τους εαυτό – κι εδώ, με εξαίρεση, ας σημειωθούν οι ερμηνευτικές ικανότητες του Άρμιν Μίλερ-Σταλ που αληθινά υπερέχουν. Armin_mueller-stahl
Εκείνο που πραγματικά, σαν τα ψηλά τα γράμματα στα τραπεζικά συμφωνητικά, με έκανε να δεινοπαθώ, και να αισθάνομαι έντονη την αίσθηση της προαναγγελλόμενης στηθάγχης μου, ήταν ο λόγος του σεναρίου, που πίσω, πίσω και με δυσκολία, χωρίς να υποκρύπτεται, ζητάει τα ρέστα τώρα των περίκλειστων, εντός της οικίας μου, σκέψεων μου, κυρίως στο ότι δήθεν ο έλεγχος των χρεών και οι γκρεμισμένες γέφυρες με οδηγούν, πριν απ’ την ώρα μου, στην παράπλευρη απώλεια της αισιόδοξης συνείδησης μου, μια και αδύνατος κι όχι αδίστακτος, βρίσκομαι έτσι κι αλλιώς στο έλεος της διαφθοράς του καπιταλιστικού συστήματος, και των διεφθαρμένων αφεντικών του στο σύνολό τους, ως επίσης κι όλων των ρεταλιών του, των άλλων των υπόλοιπων, που κι αν δεν το υπηρετούν, το χειρότερο κάνουν ότι δεν το καταλαβαίνουν, ενώ την ίδια ώρα, σκύβοντας το κεφάλι, πίσω από τις ύαινες κι οι ίδιοι ίδια καιροφυλακτούν με το ευτελές το πάθος τους, λιγούρηδες, να ροκανίσουν όποιο σκουπίδι κόκαλου περισσεύει απ’ τ’ αφεντικά του.
Η κρίση αν και τεχνητή έτσι κι αλλιώς κατέφθασε. Κι όπως και κάθε κρίση δεν έχει μόνο τα κακά, έχει και τα καλά της. Την κατρακύλα των Ρωμαίων, μπορεί με καθυστέρηση αιώνων, όμως την διαδέχτηκε η Αναγέννηση και ο αιώνας του Διαφωτισμού.
Πάντως όπως κι αν έχει, χωρίς να είμαι ούτε υπερφίαλα αισιόδοξος μα ούτε και μωρά το ίδιο απαισιόδοξος, δεν πιστεύω ότι η κρίση θα βάλει φραγμό στους πολέμους στη Νιβηρία!, στη μέση Ανατολή και αλλού. Δεν πιστεύω ότι η κρίση θα βάλει φραγμό στην μη απόδοση αληθινής δικαιοσύνης. Δεν πιστεύω ότι η κρίση θα φέρει τον Κινηματογράφο πιο κοντά στην αντικειμενική αλήθεια. Για όλα χρειάζεται πιστεύω αγώνας μόνο με περισσότερη γνώση και καλύτερη παιδεία. Έτσι κι αλλιώς δεν πιστεύω ότι η κρίση αφορά τους λαούς, μια και αυτοί έτσι κι αλλιώς προς το παρόν θα ‘ναι ακόμη οι χαμένοι. Πιστεύω όμως στους λαούς και ξέρω πως Ιστορικά, αν και σιγά, σιγά και λίγο, λίγο στους αιώνες, όλοι μαζί αλλάζουνε, κι όχι με υπερήρωες του τύπου ή του ψυχισμού του Σάλιντζερ ή του τύπου και του φιλότιμου μαφιόζων, όταν το θέλουνε την Ιστορία.
Για τα ψηλά τα γράμματα της ταινίας και ιδιαίτερα για νέους, που η σκέψη τους άρχισε να καλπάζει προς τον σωστό το δρόμο, αξίζει η ταινία να την δουν. Έτσι και τα δικά τους χρήσιμα τα συμπεράσματα θα βγάλουν, και θέση ανάλογη θα πάρουν, σαν χρειαστεί να ‘ρθουνε αντιμέτωποι με ψευδεπίγραφα, και ανιστόρητα εντελώς, τετελεσμένα πεπρωμένα!

Κυριακή 8 Μαρτίου 2009


Αναχωρήσεις
Η πολυεπίπεδη και πολυδιάστατη κριτική του κου Παπαμίχου στο site my films, για την ταινία «Αναχωρήσεις» του Ιάπωνα σκηνοθέτη Γιοτζίρο Τακίτα, δεν αφήνει περιθώρια για καμία άλλη προσπάθεια προσεγγίσεως του εξαίσιου ετούτου ποιήματος.
Η ταινία πραγματικά είναι ένα ποίημα ανθρωπιάς και έρωτα, που ο διάσημος σκηνοθέτης με χρυσοκλωστή υφαίνει απ’ την αρχή ως το τέλος της προβολής, μέσα από ένα βαθυστόχαστο, απλό σενάριο, επάνω στον παραδεισένιο καμβά της οθόνης, ανάμεσα γης κι ουρανού, λέξη με την λέξη και σκηνή με τη σκηνή.
Χωρίς οι θεατές να χρειάζεται να ξοδευτούν σε κουραστικές φόρμες κατανόησης, μια και με τρόπο απλό το ένα απρόσμενο γεγονός διαδέχεται το άλλο, ξετυλίγεται ήρεμα επάνω στην οθόνη μια σοβαρή πλοκή με χιούμορ, σαρκασμό αλλά και με αρχές ανθρώπινης συνέπειας, και στάσεις ανθρώπων με βαθύτερη κατανόηση, των παθών της ζωής τους και της αγωνία τους για την επικείμενη τελική αναχώρησης τους.
Σαν ποίημα, το θέμα, οι ηθοποιοί, τα εικαστικά ταμπλό η μουσική, η ήρεμη η δράση, όλα μαζί ανάλαφρα πετώντας πάνω σε κάτασπρες φτερούγες πανέμορφων ερωδιών ισορροπούν στο άπειρο μέσα απ’ τον έρωτα για τη ζωή˙ κρατώντας άπνοο τον θεατή ν’ ακροβατεί κι αυτός πολύ κοντά στο όνειρο και μακριά απ’ τον εφιάλτη˙ όχι τόσο κατανοώντας αλλά νοιώθοντας την αισιοδοξία που υπάρχει εν τέλει στην ζωή, μα ακόμη και στον θάνατο, αλλά ιδιαίτερα κυρίως εκεί, μακριά στο χρόνο, στο αμφίδρομο το πέρασμα, που ο αγώνας ο ανθρώπινος για το καλύτερο και κυρίως για αξιοπρέπεια κτίζει ανάμεσά τους.
Άγγελος Κότσαρης

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2009

ΣΚΛΑΒΟΙ ΣΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΟΥΣ


Η ιστορία της ταινίας σκλάβοι στα δεσμά τους, που σκηνοθέτησε ο άξιος επτανήσιος σκηνοθέτης Τώνης Λυκουρέσης, στηριζόμενη στο γνωστό μυθιστόρημα του σπουδαίου Κερκυραίου συγγραφέα Κωνσταντίνου Θεοτόκη, πρέπει να αποτέλεσε, για τον πρώτο, πάθος πατριωτικό αλλά και σύγχρονα τεράστιο ιδεολογικό και πολιτικό πειρασμό. Πιστεύω επίσης ότι ο ίδιος θα πρέπει να βρέθηκε κάτω από τεράστιο Ιστορικό δίλλημα, αλλά και την ανάγκη συνέπειας στην δυσβάστακτη ευθύνη για την μεταφορά της ιστορίας «των σκλάβων στα δεσμά τους» στον κινηματογράφο.
Πραγματικά, εδώ, δεν μιλάμε για όποια κι όποια Ιστορία. Δεν μιλάμε για Ιστορία, που η καθημερινότητα νωθρή και αδιάφορη, σαν της δικής μας εποχής, πνίγεται μες στα τέλματά της. Η Ιστορία για την οποία μιλάμε εκτυλίσσεται στα χρόνια που ο σπόρος της Επανάστασης, πρώτη φορά μετά τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς, φύτρωσε και στον τόπο μας˙ και μάλιστα στα Ιόνια νησιά.
Στα Ιόνια νησιά˙ που αφού περάσαν σαν κατακτητές και έφυγαν πρώτα οι Ενετοί˙ μ’ ότι ελάχιστο καλό, μα περισσότερο μ’ ότι κακό πίσω τους άφησαν ετούτοι˙ έφθασαν πιο δριμύτεροι και πλέον πιο καταπιεστικοί οι Γάλλοι στρατοκράτες.
Με πονηριά ετούτοι οι τελευταίοι διέδωσαν σαν δόλωμα, μα όχι σαν δικαίωμα, στους απ’ τα χρόνια της Ενετοκρατίας καταπιεσμένους νησιώτες, όλες εκείνες τις ιδέες, τις δήθεν περί ισότητας κ.λπ. κ.λπ. της Γαλλικής δικής τους Επανάστασης!
Ιδέες βέβαια˙ που έστω κι αν και στα κρυφά, κατά τον Θεοτόκη, τις ενστερνίστηκαν πρώτοι, απ’ τους άλλους Έλληνες, βασανισμένοι οι νησιώτες˙ εν τούτοις λουφαγμένοι, μια κι όλα πάντα τότε τα φόβιζε η σκλαβιά, στα γρήγορα δεν το μπορέσανε και να τις κάνουν πράξη.
Παρ’ όλα αυτά Ιδέες˙ που εν τούτοις λίγο το λίγο αργότερα θα ‘βρισκαν γόνιμο και καρπερό το έδαφος να αναπτυχτούν˙ και θα ‘διναν φτερά και ενθουσιασμό σ’ όλους του Έλληνες, μα πλέον και στα φανερά, για να παλέψουν, όπως οι γιακωβίνοι κι οι ξακουστοί οι καρμπονάροι, και ν’ ανατρέψουν την άθλια εκμετάλλευση, που επί ολόκληρους αιώνες υφίσταντο από τους ξένους και τους υποτελείς, διορισμένους απ’ αυτούς, ντόπιους κατακτητές τους.
Οι σκλάβοι βέβαια στα δεσμά τους δεν είναι ο λαός. Αυτό και για τον ευφυή συγγραφέα θα αποτελούσε θέση πασίγνωστης κοινοτυπίας. Οι σκλάβοι στα δεσμά τους είναι απ’ την άλλη τη μεριά. Είναι οι άρχοντες, και μάλιστα οι εκφυλισμένοι απ’ αυτούς, μαζί με τη κατάρα της Ύβρης της Ιστορικής, που χρόνο με το χρόνο, και πάθος με το πάθος τους, κυρίως με τις αδικίες, την απληστία, την σπατάλη και την αλαζονεία τους, Μοιραία και Αέναη η Απόδοση Θεϊκής ( Διάβαζε Ανθρώπινης) Δικαιοσύνης, σκάβει κάτω απ’ τα πόδια τους, σε χάος απροσμέτρητο τους λάκκους τους, μέχρι που μέσα σε αυτούς ολότελα, σαν Τραγωδίας κάθαρση του ανθρώπινου του γένους, στα τάρταρα να τους γκρεμίσει.
Εδώ έχει αξία πράγματι η σκηνοθετική μαεστρία του Τώνη Λυκουρέση στη μεταφορά της ιστορίας, των σκλάβων στα δεσμά τους, του Θεοτόκη, στο κινηματογράφο. Αν και δύσκολο έργο η σκηνοθετική μεταφορά, εν τούτοις τελικά η Ιστορία αποδόθηκε άριστα, από τον Λυκουρέση, με σεβασμό προς στον σοφό λόγο, του συμπατριώτη του επτανήσιου Συγγραφέα, και με την επί πλέον αξιόλογη βοήθεια, πέραν της σκηνογραφικής του δεινότητας, ενός υπέροχου σεναρίου.
Η εποχή αναστήθηκε σκηνογραφικά και ενδυματολογικά. Και το νόημα του συγγραφέα ήρθε και κόλλησε, ένα αιώνα μετά, στη συνείδηση όλων μας. Ήρθε και κόλλησε˙ επί δικαίων, δίνοντας μάθημα λύτρωσης κι ελπίδας˙ και επί αδίκων, δίνοντας τελεσίδικα την πανανθρώπινη κατακραυγή, όπως αυτή, που ίσως και σήμερα την παίρνουν,επί ματαίω βέβαια, όλοι οι άφρονες της Κρίσης, που όμως πάντα οι ίδιοι και την δημιουργούν κι έχουν και την ευθύνη της χωρίς ποτέ ως τώρα, πάντα αμετανόητοι, να την πληρώνουν όπως στ' αλήθεια τους αξίζει.
Βέβαια, πόσων τα πορτραίτα, απ’ αυτούς τους τελευταίους, δεν θα ‘χαν ξεσκιστεί σαν άχρηστα και περιττά μέσα στο πέρασμα του χρόνου, αν πάνω σ’ όλα αυτά δεν είχε μπει πονετική η Ανθρώπινη υπογραφή του Καλλιτέχνη˙ και πόσα ονόματα απ’ αυτούς, δεν θα ‘τανε τελείως στις μνήμες ξεχασμένα, αν στα νεκροταφεία κεκονιαμένοι τάφοι δεν είχαν λαξευτεί απ’ το Ανθρώπινο μεράκι, στην αναζήτηση, μέσα από Ανθρώπινο αγώνα στην Τέχνη, του ωραίου και του καλού!
Και βέβαια επίσης αξίζει ιδιαίτερα και να σημειωθεί εδώ, πως έστω και αν ακόμη ο οίκτος περισσεύει, στον καλλιτέχνη Σκηνοθέτη, βλέποντας ο ίδιος πιο βαθειά την ανθρώπινη μοίρα, για αυτούς που η πτώση τους Ιστορικά είναι όπως φαίνεται Μοιραία, η Ιστορία η ίδια, τελείως ανεξάρτητη, μ’ ένα Γιατί στο τέλος, δεν φθάνει να τους λυπηθεί. Κι ίσως επίσης η Ιστορική αντίφαση αυτή να ξεπερνιόντανε πιο ομαλά, κυρίως πιό δικαίως, αν βέβαια η νοσταλγία εν αντιθέσει με τα μύρια κακά που πέρασαν οι επτανήσιοι κι απ’ τους Ενετούς, κι Απ’ τους Γάλλους, κι απ’ τους Ρώσους, κι απ’ τους Άγγλους αργότερα, δεν τα ‘χε εξωραΐσει, στη σημερινή μνήμη μας, ο χλιδάτος πολιτισμός των αστών εκείνης της εποχής, που όπως και να το κάνουμε εξπρεσιονιστικά!, για τους αδύνατους εμάς, τους αδαείς ανθρώπους ήταν και είναι πράγματι σαν μαντολάτο πειρασμός.
Εν πάσει περιπτώσει κι όπως και να ‘χει η αλήθεια, τα ανθρώπινα μηνύματα του σκηνοθέτη έτσι κι αλλιώς περνούν˙ και η Ιστορία αυτό το καταγράφει˙ κι έτσι πορεύεται και μας πορεύει, όσο η Μοίρα μας, μας οδηγεί. Η Μόσχα του Τσέχωφ είναι μπροστά μας! Το πότε θα την φθάσουμε, δεν είναι υπόθεση της μοίρας. Είναι υπόθεση, μιας άλλης θέσεως, δική μας!
Ταινία σπουδαία και αν «και γνήσια Τραγική» με το θέμα της, το σενάριο της και την φωτογραφική ομορφιά της πόλης της Κερκύρας, δικαίως πρέπει και πιστεύω πως θα να σπάσει τα ταμεία˙ και εδώ και στο εξωτερικό! Τα Ευρωπαϊκά κουστούμια εποχής της Μπιάνκα Νικολαρεΐζη ήταν καταπληκτικά.
Από τους ηθοποιούς ο Γιάννης Φέρτης, η Δήμητρα Ματσούκα και η Ρηνιώ Κυριαζή (Ευλαλία Οφιομάχου) παρουσίασαν καταπληκτικές στιγμές ερμηνείας. Εξάλλου όλοι οι υπόλοιποι γυναικείοι και ανδρικοί ρόλοι ερμηνεύτηκαν το ίδιο καλά από τις ηθοποιούς και τους άνδρες συναδέλφους τους. Η ιδιόμορφη ερμηνευτική σκηνική παρουσία του κου Άκη Σακελλαρίου, στο ρόλο του αδίσταχτου γιατρού, αν και μεταχρονισμένα, αρκετά πειστική. Οι γιατροί παλαιότερα, τέρατα ιερά ακόμη, κι αν δεν κατέχονταν από αισθήματα ανθρωπιάς, ήξεραν δίχως νευρικότητα, έστω και με σοβαροφάνεια να μην το δείχνουν αυτό ποτέ.
Προσωπικά θαύμασα σταθερά, καθ’ όλη την σκηνική τους παρουσία˙ τις ερμηνείες του μεγάλου γιού του κόντε, Γιώργη, Χρήστου Λούλη, όπως και του αλησμόνητου ηθοποιού Κωνσταντίνου Παπαχρόνη στο ρόλο του Άγη˙ ως επίσης και την, αν και λίγη σε χρόνο, αλλά έντονη σε ποιότητα ερμηνευτική ικανότητα της Ελένης Κοκκίδου, (στο ρόλο της μαιτρέσας του Αλέξανδρου Οφιομάχου).
Τέλος στο τελικό αποτέλεσμα της ταινίας άπειρα συγχαρητήρια αξίζουν στον παραγωγό Νικόλαο Σέκερη, για την υπομονή του και την με πραγματική αγάπη απλοχεριά του στο γύρισμα μιας τόσο σπουδαίας και δαπανηρής, αλλά χρήσιμης για το κινηματογραφόφιλο κόσμο ταινίας!

Άγγελος Κότσαρης

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Ο παράδεισος της δύσης του Κώστα Γαβρά.


Ο συμπαθής συμπατριώτης μας Γαβράς μετά από πολλά χρόνια σκηνοθετικής πορείας στο εξωτερικό˙και μετά από μια επίσης πολύχρονη σκηνοθετική σιωπή, ξαναπαρουσιάζεται στο Κινηματογραφικό κοινό ξαναγράφοντας και πάλι σκηνοθετικά μια νέα επιτυχία. Συγχρόνως όμως ο καταξιωμένος σκηνοθέτης με την ταινία του αυτή καταγράφει επίσης κι ένα παράδοξο, αν κι όχι βέβαια σκηνοθετικό, αλλά, ας το πούμε, φιλοσοφικά πολιτικό παράδοξο εν σχέσει με την εν γένει ιστορική πορεία του ως κινηματογραφικού δημιουργού.
Σέβομαι βεβαίως αυτό που ο ίδιος ο καλλιτέχνης δέχεται προλογίζοντας το φιλμ του, ότι δηλαδή « Η ιδέα ήταν να δείξω τον μετανάστη όχι ως φορέα δραμάτων αλλά πιο “ανοικτό”. Να τον δω μόνο ως έναν απλό άνθρωπο ». Αμφιβάλλω όμως εάν αυτό το πετυχαίνει˙ και εάν αποτυγχάνει, μήπως και φταίει το ότι ο μετανάστης σήμερα και φορέας δράματος είναι και καθόλου απλό δεν τον αφήνει να είναι η κυριολεκτικά σήμερα απάνθρωπη δομή της κοινωνίας μας. Από την ίδια του ζωή ήξερε βέβαια ο Γαβράς τι ήταν να ‘σαι μετανάστης, μα απορώ, και δεν με πείθει σίγουρα, αν τώρα ο ίδιος ξέρει την διαφορά, ως προς αυτό, του χθες από το σήμερα.
Το φιλμ του Γαβρά «Ο παράδεισος στη δύση» σε πρώτη κι επιδερμική ματιά και εύκολα διαβάζεται και εύκολα κυλάει. Μα και στο κάτω, κάτω της γραφής, πέρα απ’ την ψυχαγωγία, τα μεγάλα πλάνα είναι έξοχα, η αφήγηση μαγευτική, η φωτογραφία θα ωφελήσει σίγουρα εφέτος τον τουρισμό και στην Ελλάδα μα και στο Παρίσι. Ως σημαντικό επίσης θα πρέπει να σημειωθεί το ότι η ντόπια και η διεθνής ψεύτο διανόηση για αρκετό καιρό στ’ αλήθεια θα ξεχάσει την πλήξη της κι άρα και τον στιλάτο της φαφλατισμό. Είναι γεγονός ότι με την ταινία του Γαβρά όλοι κλαυσιγελάσαμε και βγήκαμε απ’ την αίθουσα περίπου ικανοποιημένοι! Στο τέλος, τέλος, ναι όλα σε τούτη τη ταινία σου κλείνουνε το μάτι, ότι το φιλμ αυτό έγινε με μαγκιά μεγάλου καλλιτέχνη. Ακόμη και οι Έλληνες ηθοποιοί, πρώτοι φορά ξεφεύγουνε απ’ τα πάγια και μίζερα, τα ελληνικά τα τετριμμένα˙ και αναδεικνύονται, μες στο ταξίδι προς τον παράδεισο, ισάξιοι των ξένων συναδέλφων τους συντελεστές.
Μέχρι Εδώ όλα καλά και άγια και αυθαίρετο δικαίωμα του άξιου καλλιτέχνη να θέλει την ταινία του να ‘ναι στο νόημα της, εξ’ απαλών ονύχων, ελπιδοφόρα κι όχι Τραγική.
Πάντως σε τελευταία ανάλυση, αν έτσι ο σκηνοθέτης τα ‘χε μες στο μυαλό του, ο υπέροχος ηθοποιός Ρικάρντο Σκαμάρτσιο ή τον διέψευσε παταγωδώς, ή σαν αντάρτης πόλεων τον έπιασε στον ύπνο κι έβαλε στην ταινία του ένα ισχυρό φουρνέλο άλλης, τελείως διαφορετικής, σκηνοθετικής ερμηνείας.
Ο υπέροχος ηθοποιός, ούτε να κλάψει δεν μπορεί, ούτε και να γελάσει. Σκούζει, απ’ την αρχή ως το τέλος, το τραγικό το θέμα του σύγχρονου του μετανάστη. Κι όχι της μοναξιάς, με την οποία εύκολα ωραιοποιούν και εξηγούνε γενικά οι ελαφρόμυαλοι κριτές τα βάθη της ανθρώπινης στάσης και της ανθρώπινης εν γένει συμπεριφοράς απέναντι στον κόσμο, αλλά γερά πατεί με την ξεκάθαρη αποστασιοποίηση του απ’ τα κοινά προσωπικά του κίνητρα, δεμένος χειροπόδαρα και αδιάσπαστα κυρίως σοβαρά με το ατόφιο πρόβλημα της μοίρας των μεταναστών προ των πυλών της κόλασης, που ‘ναι στ΄αλήθεια γι’ όλους μας του σήμερα η Ευρώπη.
Σε λεπτομέρειες το παράδοξο, στην τελευταία ταινία του συμπαθητικού μας μέτοικου στο Παρίσι Γαβρά, είναι ότι «Ο παράδεισος στη δύση» ξετυλίγεται κατόπιν εορτής˙ μετά το άδειασμα δηλαδή του ονειροπόλου μετανάστη, από το μόνο συμβολικό είδωλό της ταινίας του, τον ψευδοντζέντλεμαν αστραφτερό, τον μάγο και θεό του δυτικού του παραδείσου˙ και μάλιστα, αμέσως μετά το τέλος της ταινίας, μες στα θλιμμένα μάτια του έξοχου αλήθεια ηθοποιού, αλλά και μες στην έκφραση αηδίας, σαν στρέφεται και βλέπει τη μαγική εικόνα του πύργου του Άιφελ με τα λαμπιόνια φωτισμένη.
Συνειρμικά, για τούτη τη σκηνή, το μόνο που μου έρχεται, είναι οι ανάλογες παλιές εικόνες, απ’ το παρελθόν, των Γερμανών στρατιωτών στην κατοχή του Παρισιού και πάλι εμπρός από τον ίδιο πύργο. Και στις δύο περιπτώσεις τα ίδια κι απαράλλακτα, αν κι από αντίθετες διευθύνσεις, το όνειρο είναι ανώφελο εντελώς και ακριβά πληρώνεται: Από τη μια το τώρα, ο διαλυμένος πια σοσιαλισμός, σαν σαπιοκάραβο που έμπασε νερά, αβέβαιος να πλέει με τα ποντίκια του απάνω, που καταπέλαγα μοιραία αφήνοντας τον πνίγονται άπατοι μες στη θάλασσα, στην άκαρπη προσπάθεια των ψευδαισθήσεων τους κάπου αλλού πιο παραπέρα απ’ αυτόν πηγαίνοντας να ’βρουν καινούργιους τόπους λεύτεροι μονάχα να ονειρεύονται˙ κι από την άλλη χθες, ο σαρκασμός κι η αλαζονεία στο βλέμμα το αγέρωχο των υπεράνθρωπων στρατιωτών του Γ’ Ράιχ, που στρέφοντας τα νώτα τους οικτίρουν τον παλιότερο πολιτισμό του χθες, σίγουροι μόνο για τον δικό τους μαγικό, εκείνο που κι αυτοί το ίδιο ονειρεύονταν πως θα φτιαχνάν στο αύριο.
Και στις δύο περιπτώσεις, και τότε και τώρα, ούτε στις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, μα ούτε και στην πρόσφατη ετούτη κινηματογραφική εγγραφή είχε διαφανεί το τέλος του κόσμου του παλιού μα και του κόσμου του παρόντος. Η ερειπωμένη Ευρώπη, ο ερειπωμένος κόσμος, μετά την λήξη του πολέμου, ήτανε άγνωστη στους τότε Γερμανούς.
Το χάος, που σήμερα ο Γαβράς διστακτικά ψελλίζει, δεν είχε ακόμη οριστικοποιηθεί, όταν τελείωνε το φιλμ, για να μπορεί περίτρανα ο ίδιος να ειρωνευτεί με τραγική ειρωνεία το περιεχόμενο του Ευρωπαϊκού παράδεισου. Ίσως γι’ αυτό τελείως επιδερμικά δείχνει την κόλαση, στολίζοντάς την αφειδώς, με υπέροχα τοπία, με γραφικές, ελεύθερες κι ερωτικά ευαίσθητες στο ξένο κρέας κυρίες και κυρίους, διστακτικά αφημένους στης μοναξιάς και των παθών τους τις ορέξεις. Κυρίως μάλιστα απλοϊκά επαναπαύεται ο δημιουργός, ξεχνώντας το καράβι με τους πνιγμένους αλβανούς, απ’ έξω απ’ το Οτράντο, τους άλλους τους πνιγμένους Αφρικανούς και Ασιάτες στο Αιγαίο και στην Κρήτη, τους πάμπολλους κομματιασμένους από τις νάρκες στον Εύρο, τις στιγμές που έζησαν επάνω στην πλατεία Κουμουνδούρου εκατοντάδες Κούρδοι μετανάστες τον χειμώνα του 98, τα γκέτο στο Λαύριο, στην Πεντέλη, τα γκέτο μεταναστών στο Παρίσι και το μέλλον τους, τα παιδιά των φαναριών, τα άρρωστα παιδιά, τα ορφανά παιδιά, τις γυναίκες και τους άνδρες του εμπορίου της λευκής και της μαύρης σάρκας, κι άλλα κι άλλα.. Έτσι κι αλλιώς ή κρίση η οικονομική του μαγικού και λαμπερού καπιταλισμού δεν είχε ακόμη αναγγελθεί, την ώρα που γυρίζονταν και που τελείωνε το φιλμ ο έξοχος κατά τα άλλα συμπαθής Γαβράς.
Τι θα απογίνει αυτός ο κόσμος, πέρα απ’ το βλέμμα του Γαβρά, την ώρα που η Ευρώπη βυθίζεται στην πιο χειρότερη οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική της κρίση μετά το 1930, ποίος άξιος τάχατες θα μας το πει!
Κι εδώ ακριβώς το μείον για τον καλλιτέχνη, που χρειάζεται για να δικαιωθεί τον τύπο μόνο επί των ήλων. Στην ταινία λείπει το Τραγικό, όσο κι αν σκούζει ο Ηλίας.
Πάντως ότι κι αν λέω, όπως με προβλημάτισε κι εμε ετούτη η ταινία, μπορεί το ίδιο να συμβεί και με σας. Γι’ αυτό ανεπιφύλακτα σας συνιστώ, το να την δείτε!

Άγγελος Κότσαρης

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

Η ΣΚΟΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Θόδωρος Αγγελόπουλος


Η σκόνη του Χρόνου

Μέσα στην αγκαλιά της Καραϊνδρου
Κάτω απ’ τις τεράστιες πατούσες του Μπάχ
Κι ανάμεσα απ’ τον Μπετόβεν και τον Βάγκνερ
Μια συνεχής κρίση της ανθρώπινης περιπέτειας
Η τέταρτη φτερούγα της Τέχνης.

Το κείμενο είναι του Άγγελου Κότσαρη.

Ο μίτος της αιμάτινης ανάγκης για ανθρώπινη ανέλιξη, στη δεύτερη ενότητα της ημιτελούς τριλογίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ως ήταν φυσικό στην σκόνη του χρόνου, έπρεπε να ξαναμαζευτεί από το τεράστιο αρσενικό είδωλο, του Πατέρα Κρόνου ή και του Οιδίποδα, του λιβαδιού που δακρύζει, με την μορφή του γηραλέου έξοχου ερμηνευτή Μισέλ Πικολί. Η ύβρις αέναη και πανάρχαια.

Η Γήινη γυναίκα, ( Η Ελένη), το τραγικό εφεύρημα του προπατορικού αμαρτήματος της προαιώνιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας, κρατάει στα χέρια της την άκρη του νήματος και ο Σπύρος, ξετυλίγοντας, τυλίγοντας το κουβάρι, αναλαμβάνει ανδροπρεπώς να φέρει εις πέρας και το ταξίδι και την επιστροφή˙ και ακόμη το πιο δυσκολότερο, την συνέχεια στον χρόνο. Μνήμες παράφορα φορτωμένες διχαστικά με ελπίδα κι απελπισία, με λάθη και αγώνα να ξεπεραστούν, με άφεση και εγκαρτέρηση, αλλά και με συνεχή αμφισβήτηση και αμφιβολία και τελικά με πικρόγλυκη αποδοχή της Τραγικής ειρωνείας. Ποιο το κουράγιο του Σίσυφου την ώρα που ξανά απ’ την αρχή πρέπει ν’ αρχίσει τον αγώνα ν’ ανεβάσει τον βράχο στην κορυφή!
Σαν παλιάτσος, ο καλλιτέχνης, της κομέντια ντελ’ άρτε, χαμένος στην αχανή αίθουσα του παλκοσένικου της αίθουσας Τριάντη, ανεβάζει το βλέμμα διστακτικό σιγά, σιγά προς τα πάνω και θολά ατενίζει, στο φωτισμένο χάος απέναντι του, το άλλο ενδιάμεσο προσωποποιημένο είδωλό της τραγικά ενδεδυμένης, με το ψευδομανδύα της ανθρώπινης προόδου, εξουσίας και γελοία ψελλίζει νευρόσπαστα « κι όμως, κε πρόεδρε, δεν χάνονται όλα!» Ποιόν απ’ τους δύο να οικτίρεις, όταν σε άπειρη απόσταση πίσω απ’ αυτούς στέκεται η ειμαρμένη! Πόσους ανθρώπους να οικτίρεις, όταν το θαύμα του ξεστρατισμένου σοσιαλισμού, του ανήθικου, διεφθαρμένου πατερναλιστικού καπιταλισμού χθες, σήμερα, αύριο, σκότωσε, σκοτώνει και θα σκοτώνει εκατομμύρια ανθρώπους, τον ίδιο τον Σίσυφο. Από εδώ ο αισιόδοξος Μπετόβεν, στο μέσον ο καλλιτέχνης και από εκεί ο αμφισβητίας Βάγκνερ˙ και πίσω στο αχανές αναποτελεσματικός ο αέναα στιβαρός και αινιγματικός Μπαχ˙ και σ’ όλα και παντού ανάμεσα τους η σκόνη του Χρόνου στο συνειδητά τρυφερό, εύκολο αγκάλιασμα της από τις μαγικές νότες της Καραϊνδρου.
Η σκόνη του χρόνου˙ που απεγνωσμένα και ουτοπικά ο καλλιτέχνης δημιουργός προσπαθεί, ελπίζοντας πάντα να την βλέπει σαν γκρίζα πάχνη απλωμένη στα συναισθήματα, στην πολιτική, στην απαξία του κοινωνικού όντος και στην προσπάθεια του κάποτε να εξιλεωθεί μέσα απ’ τη διαδικασία της κάθαρσης˙ μπορεί και να είναι όντως σκόνη γι’ αυτόν, το ίδιο όμως το μέγεθος της παραφοράς του, ως και η εξουθενωτική ανάλωση του να καταλάβει, δεν αφήνει περιθώρια και στον πιο απλό θεατή που τον παρακολουθεί να μην καταλάβει ότι τις μνήμες του, την ίδια του τη φιλοσοφία, στο πέρασμα του χρόνου, δεν τις σκεπάζουν οι πατιναρισμένες προσωπικές του αγωνίες, αλλά η πανανθρώπινη αγωνία του χθες, του σήμερα και κυρίως του αύριο.

Μετά και το θάνατο της Ελένης, τι άλλο άραγε απομένει στον βαθυστόχαστο τον καλλιτέχνη από το εκκλησιαστικό όργανο και τη βεβαίωση του ειδικού, ότι «στο τέλος, τέλος κάτι μένει». Κοιτώντας τον κόσμο με τα μάτια του Αγγελόπουλου, πόσες οι ψευδαισθήσεις, για να περνά κι αυτό σαν τάχατες αληθινό!
Το τέλος της σκόνης του χρόνου, παρ’ όλο ότι ξεκινά από ψηλά, κι όσο τρυφερό και να φαίνεται στο ανάλαφρο στιγμιαίο πεταμά του, και πάλι προσγειωμένο επάνω στην ίδια πανάρχαια γη, κινούμενο αέναα ελίσσεται φορτωμένο με τις παλιές προδιαγραφές των γήινων μορφών και των ανθρώπινων παθών τους. Σαν μια αιώνια κατάρα, της ίδιας τους της μνήμης!
Η σκόνη του χρόνου λιγότερο κοπιώδης στην αφηγηματική ανάγνωση της σε σχέση με το λιβάδι που δακρύζει. Πιο λιτή στα εικαστικά πλάνα της διευκολύνει την στιβαρότητα του δομημένου μύθου με αληθινή αγωνία. Υπέροχη η φωτογραφία του Ανδρέα Σινάνου. Οι ηθοποιοί πιστοί στις ιδέες του καλλιτέχνη, με τον αισθαντικό Σπύρο, την δυναμική Ελένη, τον ανθρώπινο Γιάκομπ, τον εγγενώς προβληματισμένο γιό του Σπύρου και της Ελένης και την γυναίκα του, στην ιδιαιτέρως τόσο ανεπαίσθητα αισθαντική στιγμή του τελευταίου τους αποχαιρετισμού στο δρόμο.


Ταινία δύσκολη, όπως οι περισσότερες μετά την αναπαράσταση, του Αγγελόπουλου, που όμως, παρ’ όλες τις επιπόλαιες και εμπαθείς πολιτικά ματιές των ορκωτών κριτών του Κινηματογράφου, σε καμία περίπτωση, δεν είναι δυνατόν να αμαυρώσουν ούτε το μέγεθος του έλληνα καλλιτέχνη, ούτε την αληθινή φύση του πνεύματος του πρωτεργάτη διανοούμενου της ελληνικής αριστεράς στον Κινηματογράφο. Αυτός που αναφέρει συνεχώς το όνομα του Θεού, έλεγε ο Σάρτρ, δεν μπορεί να είναι άθεος. Οι πραγματικοί άθεοι δεν αναφέρονται ποτέ στο θεό. Μην ανησυχούν οι σύντροφοι του Κ.Κ.Ε η ψυχή του Αγγελόπουλου ήταν και θα μείνει κόκκινη. Οι προτομές του Στάλιν, στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, έτσι κι αλλιώς δεν αλλοιώνουν στη μνήμη κανενός την εικόνα στην παρέλαση, μπροστά απ' το κρεμλίνο, του Πατερούλη των λαών. Άλλο η πίκρα κι άλλο η Ιστορία. Δικαίωμα όλων μας να είμαστε πικραμένοι... και πικραμένοι να αγωνιζόμαστε!

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2009

Έρρολ Φλίνν ο μύθος.

Επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας

Ο όμορφος και φανταστικά γοητευτικός σταρ της αμερικάνικης φιλμογραφίας Έρρολ Φλίνν γεννήθηκε το 1009 στην Τασμανία της Αυστραλίας και μετά από ένα κύκλο πολυτάραχων και αποτυχημένων επαγγελματικών προσπαθειών κατέληξε να γίνει μετά την επική ταινία του Captain Blood το 1935 ένας απ’ τους διακεκριμένους ηθοποιούς του Hollywood. Έπαιξε σε πολλές ταινίες με μεγάλες ντίβες του αμερικάνικου κινηματογράφου όπως με την Μπέτυ Ντέϊβις στην ταινία.. η ιδιωτική ζωή της Ελισάβετ του Έσεξ,


επίσης σε άλλες ταινίες συχνά συμπρωταγωνιστούσε με την Ολίβια Ντε Χάβιλαντ. Σημαντικές μνημειακές ταινίες του ήταν ο Ρομπέν των Δασών που υπήρξε και η πρώτη έγχρωμη ταινία, η Επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας, οι περιπέτειες του Δον Ζουάν, ο πρίγκιπας και ο φτωχός κ.α.

Κάπταιν Μπλουντ

Παντρεύτηκε τρις φορές και πέθανε το 1959 από χρόνια καρδιοπάθεια και χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ.

Ρομπέν των Δασών


Όσο ζούσε τον λάτρεψαν άνδρες και γυναίκες. Όταν πέθανε, βιαστικοί, είπαν πολλά γι’ αυτόν, αλλά και τι μ’ αυτό! Πόσα οι άνθρωποι δεν λένε πάντοτε εκ των προτέρων, αυτοδιαψευδόμενοι εκ των υστέρων…

Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2009

Βίβιαν Λι. Η κλασσικά όμορφη γυναίκα. Η σοβαρή, ευαίσθητη κυρία, η σπουδαία σταρ και τέλος η απατημένη σύζυγος από τον έξοχο σταρ Λώρενς Ολίβιε.



Η Γέφυρα των Στεναγμών. Βίβιαν Λί και Ρομπερτ Τέϊλορ. Το αλησμόνητο ζευγάρι στη Γέφυρα των στεναγμών.


Ή επί το Αγγλικό Waterloo Bridge
Με τους δύο σπουδαίους ερμηνευτές Βίβιαν Λί και Ρόμπερτ Τέϊλορ η Γέφυρα των στεναγμών στον κινηματογράφο Πάλμιον μας έμαθε από τότε 47-48 να συγκινούμαστε τρυφερά και να ξεχωρίζουμε το ανθρώπινο δράμα μέσα από νότες ευαισθησίας και ανθρωπιάς από το μελό και το κίτς!

from the film Fire Over England (1937)



Ο γοητευτικός και δυναμικός Ρόμπερτ Τέϋλορ που υπήρξε σύζυγος της Μπάρμπαρα Στάνγκουικ και που έπαιξε σε πολλές ερωτικές ταινίες, όπως στη γέφυρα των στεναγμών, και Καμίλ, ως και σε περιπέτειες ιστορικές όπως ο Ιβανόης κ.α. δίπλα σε μεγάλα γυναικεία ονόματα όπως της Ελίζαμπεθ Τέϋλορ.


Αίμα και άμμος με το Ροδόλφο Βαλεντίνο