Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Ο παράδεισος της δύσης του Κώστα Γαβρά.


Ο συμπαθής συμπατριώτης μας Γαβράς μετά από πολλά χρόνια σκηνοθετικής πορείας στο εξωτερικό˙και μετά από μια επίσης πολύχρονη σκηνοθετική σιωπή, ξαναπαρουσιάζεται στο Κινηματογραφικό κοινό ξαναγράφοντας και πάλι σκηνοθετικά μια νέα επιτυχία. Συγχρόνως όμως ο καταξιωμένος σκηνοθέτης με την ταινία του αυτή καταγράφει επίσης κι ένα παράδοξο, αν κι όχι βέβαια σκηνοθετικό, αλλά, ας το πούμε, φιλοσοφικά πολιτικό παράδοξο εν σχέσει με την εν γένει ιστορική πορεία του ως κινηματογραφικού δημιουργού.
Σέβομαι βεβαίως αυτό που ο ίδιος ο καλλιτέχνης δέχεται προλογίζοντας το φιλμ του, ότι δηλαδή « Η ιδέα ήταν να δείξω τον μετανάστη όχι ως φορέα δραμάτων αλλά πιο “ανοικτό”. Να τον δω μόνο ως έναν απλό άνθρωπο ». Αμφιβάλλω όμως εάν αυτό το πετυχαίνει˙ και εάν αποτυγχάνει, μήπως και φταίει το ότι ο μετανάστης σήμερα και φορέας δράματος είναι και καθόλου απλό δεν τον αφήνει να είναι η κυριολεκτικά σήμερα απάνθρωπη δομή της κοινωνίας μας. Από την ίδια του ζωή ήξερε βέβαια ο Γαβράς τι ήταν να ‘σαι μετανάστης, μα απορώ, και δεν με πείθει σίγουρα, αν τώρα ο ίδιος ξέρει την διαφορά, ως προς αυτό, του χθες από το σήμερα.
Το φιλμ του Γαβρά «Ο παράδεισος στη δύση» σε πρώτη κι επιδερμική ματιά και εύκολα διαβάζεται και εύκολα κυλάει. Μα και στο κάτω, κάτω της γραφής, πέρα απ’ την ψυχαγωγία, τα μεγάλα πλάνα είναι έξοχα, η αφήγηση μαγευτική, η φωτογραφία θα ωφελήσει σίγουρα εφέτος τον τουρισμό και στην Ελλάδα μα και στο Παρίσι. Ως σημαντικό επίσης θα πρέπει να σημειωθεί το ότι η ντόπια και η διεθνής ψεύτο διανόηση για αρκετό καιρό στ’ αλήθεια θα ξεχάσει την πλήξη της κι άρα και τον στιλάτο της φαφλατισμό. Είναι γεγονός ότι με την ταινία του Γαβρά όλοι κλαυσιγελάσαμε και βγήκαμε απ’ την αίθουσα περίπου ικανοποιημένοι! Στο τέλος, τέλος, ναι όλα σε τούτη τη ταινία σου κλείνουνε το μάτι, ότι το φιλμ αυτό έγινε με μαγκιά μεγάλου καλλιτέχνη. Ακόμη και οι Έλληνες ηθοποιοί, πρώτοι φορά ξεφεύγουνε απ’ τα πάγια και μίζερα, τα ελληνικά τα τετριμμένα˙ και αναδεικνύονται, μες στο ταξίδι προς τον παράδεισο, ισάξιοι των ξένων συναδέλφων τους συντελεστές.
Μέχρι Εδώ όλα καλά και άγια και αυθαίρετο δικαίωμα του άξιου καλλιτέχνη να θέλει την ταινία του να ‘ναι στο νόημα της, εξ’ απαλών ονύχων, ελπιδοφόρα κι όχι Τραγική.
Πάντως σε τελευταία ανάλυση, αν έτσι ο σκηνοθέτης τα ‘χε μες στο μυαλό του, ο υπέροχος ηθοποιός Ρικάρντο Σκαμάρτσιο ή τον διέψευσε παταγωδώς, ή σαν αντάρτης πόλεων τον έπιασε στον ύπνο κι έβαλε στην ταινία του ένα ισχυρό φουρνέλο άλλης, τελείως διαφορετικής, σκηνοθετικής ερμηνείας.
Ο υπέροχος ηθοποιός, ούτε να κλάψει δεν μπορεί, ούτε και να γελάσει. Σκούζει, απ’ την αρχή ως το τέλος, το τραγικό το θέμα του σύγχρονου του μετανάστη. Κι όχι της μοναξιάς, με την οποία εύκολα ωραιοποιούν και εξηγούνε γενικά οι ελαφρόμυαλοι κριτές τα βάθη της ανθρώπινης στάσης και της ανθρώπινης εν γένει συμπεριφοράς απέναντι στον κόσμο, αλλά γερά πατεί με την ξεκάθαρη αποστασιοποίηση του απ’ τα κοινά προσωπικά του κίνητρα, δεμένος χειροπόδαρα και αδιάσπαστα κυρίως σοβαρά με το ατόφιο πρόβλημα της μοίρας των μεταναστών προ των πυλών της κόλασης, που ‘ναι στ΄αλήθεια γι’ όλους μας του σήμερα η Ευρώπη.
Σε λεπτομέρειες το παράδοξο, στην τελευταία ταινία του συμπαθητικού μας μέτοικου στο Παρίσι Γαβρά, είναι ότι «Ο παράδεισος στη δύση» ξετυλίγεται κατόπιν εορτής˙ μετά το άδειασμα δηλαδή του ονειροπόλου μετανάστη, από το μόνο συμβολικό είδωλό της ταινίας του, τον ψευδοντζέντλεμαν αστραφτερό, τον μάγο και θεό του δυτικού του παραδείσου˙ και μάλιστα, αμέσως μετά το τέλος της ταινίας, μες στα θλιμμένα μάτια του έξοχου αλήθεια ηθοποιού, αλλά και μες στην έκφραση αηδίας, σαν στρέφεται και βλέπει τη μαγική εικόνα του πύργου του Άιφελ με τα λαμπιόνια φωτισμένη.
Συνειρμικά, για τούτη τη σκηνή, το μόνο που μου έρχεται, είναι οι ανάλογες παλιές εικόνες, απ’ το παρελθόν, των Γερμανών στρατιωτών στην κατοχή του Παρισιού και πάλι εμπρός από τον ίδιο πύργο. Και στις δύο περιπτώσεις τα ίδια κι απαράλλακτα, αν κι από αντίθετες διευθύνσεις, το όνειρο είναι ανώφελο εντελώς και ακριβά πληρώνεται: Από τη μια το τώρα, ο διαλυμένος πια σοσιαλισμός, σαν σαπιοκάραβο που έμπασε νερά, αβέβαιος να πλέει με τα ποντίκια του απάνω, που καταπέλαγα μοιραία αφήνοντας τον πνίγονται άπατοι μες στη θάλασσα, στην άκαρπη προσπάθεια των ψευδαισθήσεων τους κάπου αλλού πιο παραπέρα απ’ αυτόν πηγαίνοντας να ’βρουν καινούργιους τόπους λεύτεροι μονάχα να ονειρεύονται˙ κι από την άλλη χθες, ο σαρκασμός κι η αλαζονεία στο βλέμμα το αγέρωχο των υπεράνθρωπων στρατιωτών του Γ’ Ράιχ, που στρέφοντας τα νώτα τους οικτίρουν τον παλιότερο πολιτισμό του χθες, σίγουροι μόνο για τον δικό τους μαγικό, εκείνο που κι αυτοί το ίδιο ονειρεύονταν πως θα φτιαχνάν στο αύριο.
Και στις δύο περιπτώσεις, και τότε και τώρα, ούτε στις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, μα ούτε και στην πρόσφατη ετούτη κινηματογραφική εγγραφή είχε διαφανεί το τέλος του κόσμου του παλιού μα και του κόσμου του παρόντος. Η ερειπωμένη Ευρώπη, ο ερειπωμένος κόσμος, μετά την λήξη του πολέμου, ήτανε άγνωστη στους τότε Γερμανούς.
Το χάος, που σήμερα ο Γαβράς διστακτικά ψελλίζει, δεν είχε ακόμη οριστικοποιηθεί, όταν τελείωνε το φιλμ, για να μπορεί περίτρανα ο ίδιος να ειρωνευτεί με τραγική ειρωνεία το περιεχόμενο του Ευρωπαϊκού παράδεισου. Ίσως γι’ αυτό τελείως επιδερμικά δείχνει την κόλαση, στολίζοντάς την αφειδώς, με υπέροχα τοπία, με γραφικές, ελεύθερες κι ερωτικά ευαίσθητες στο ξένο κρέας κυρίες και κυρίους, διστακτικά αφημένους στης μοναξιάς και των παθών τους τις ορέξεις. Κυρίως μάλιστα απλοϊκά επαναπαύεται ο δημιουργός, ξεχνώντας το καράβι με τους πνιγμένους αλβανούς, απ’ έξω απ’ το Οτράντο, τους άλλους τους πνιγμένους Αφρικανούς και Ασιάτες στο Αιγαίο και στην Κρήτη, τους πάμπολλους κομματιασμένους από τις νάρκες στον Εύρο, τις στιγμές που έζησαν επάνω στην πλατεία Κουμουνδούρου εκατοντάδες Κούρδοι μετανάστες τον χειμώνα του 98, τα γκέτο στο Λαύριο, στην Πεντέλη, τα γκέτο μεταναστών στο Παρίσι και το μέλλον τους, τα παιδιά των φαναριών, τα άρρωστα παιδιά, τα ορφανά παιδιά, τις γυναίκες και τους άνδρες του εμπορίου της λευκής και της μαύρης σάρκας, κι άλλα κι άλλα.. Έτσι κι αλλιώς ή κρίση η οικονομική του μαγικού και λαμπερού καπιταλισμού δεν είχε ακόμη αναγγελθεί, την ώρα που γυρίζονταν και που τελείωνε το φιλμ ο έξοχος κατά τα άλλα συμπαθής Γαβράς.
Τι θα απογίνει αυτός ο κόσμος, πέρα απ’ το βλέμμα του Γαβρά, την ώρα που η Ευρώπη βυθίζεται στην πιο χειρότερη οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική της κρίση μετά το 1930, ποίος άξιος τάχατες θα μας το πει!
Κι εδώ ακριβώς το μείον για τον καλλιτέχνη, που χρειάζεται για να δικαιωθεί τον τύπο μόνο επί των ήλων. Στην ταινία λείπει το Τραγικό, όσο κι αν σκούζει ο Ηλίας.
Πάντως ότι κι αν λέω, όπως με προβλημάτισε κι εμε ετούτη η ταινία, μπορεί το ίδιο να συμβεί και με σας. Γι’ αυτό ανεπιφύλακτα σας συνιστώ, το να την δείτε!

Άγγελος Κότσαρης

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

Η ΣΚΟΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Θόδωρος Αγγελόπουλος


Η σκόνη του Χρόνου

Μέσα στην αγκαλιά της Καραϊνδρου
Κάτω απ’ τις τεράστιες πατούσες του Μπάχ
Κι ανάμεσα απ’ τον Μπετόβεν και τον Βάγκνερ
Μια συνεχής κρίση της ανθρώπινης περιπέτειας
Η τέταρτη φτερούγα της Τέχνης.

Το κείμενο είναι του Άγγελου Κότσαρη.

Ο μίτος της αιμάτινης ανάγκης για ανθρώπινη ανέλιξη, στη δεύτερη ενότητα της ημιτελούς τριλογίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ως ήταν φυσικό στην σκόνη του χρόνου, έπρεπε να ξαναμαζευτεί από το τεράστιο αρσενικό είδωλο, του Πατέρα Κρόνου ή και του Οιδίποδα, του λιβαδιού που δακρύζει, με την μορφή του γηραλέου έξοχου ερμηνευτή Μισέλ Πικολί. Η ύβρις αέναη και πανάρχαια.

Η Γήινη γυναίκα, ( Η Ελένη), το τραγικό εφεύρημα του προπατορικού αμαρτήματος της προαιώνιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας, κρατάει στα χέρια της την άκρη του νήματος και ο Σπύρος, ξετυλίγοντας, τυλίγοντας το κουβάρι, αναλαμβάνει ανδροπρεπώς να φέρει εις πέρας και το ταξίδι και την επιστροφή˙ και ακόμη το πιο δυσκολότερο, την συνέχεια στον χρόνο. Μνήμες παράφορα φορτωμένες διχαστικά με ελπίδα κι απελπισία, με λάθη και αγώνα να ξεπεραστούν, με άφεση και εγκαρτέρηση, αλλά και με συνεχή αμφισβήτηση και αμφιβολία και τελικά με πικρόγλυκη αποδοχή της Τραγικής ειρωνείας. Ποιο το κουράγιο του Σίσυφου την ώρα που ξανά απ’ την αρχή πρέπει ν’ αρχίσει τον αγώνα ν’ ανεβάσει τον βράχο στην κορυφή!
Σαν παλιάτσος, ο καλλιτέχνης, της κομέντια ντελ’ άρτε, χαμένος στην αχανή αίθουσα του παλκοσένικου της αίθουσας Τριάντη, ανεβάζει το βλέμμα διστακτικό σιγά, σιγά προς τα πάνω και θολά ατενίζει, στο φωτισμένο χάος απέναντι του, το άλλο ενδιάμεσο προσωποποιημένο είδωλό της τραγικά ενδεδυμένης, με το ψευδομανδύα της ανθρώπινης προόδου, εξουσίας και γελοία ψελλίζει νευρόσπαστα « κι όμως, κε πρόεδρε, δεν χάνονται όλα!» Ποιόν απ’ τους δύο να οικτίρεις, όταν σε άπειρη απόσταση πίσω απ’ αυτούς στέκεται η ειμαρμένη! Πόσους ανθρώπους να οικτίρεις, όταν το θαύμα του ξεστρατισμένου σοσιαλισμού, του ανήθικου, διεφθαρμένου πατερναλιστικού καπιταλισμού χθες, σήμερα, αύριο, σκότωσε, σκοτώνει και θα σκοτώνει εκατομμύρια ανθρώπους, τον ίδιο τον Σίσυφο. Από εδώ ο αισιόδοξος Μπετόβεν, στο μέσον ο καλλιτέχνης και από εκεί ο αμφισβητίας Βάγκνερ˙ και πίσω στο αχανές αναποτελεσματικός ο αέναα στιβαρός και αινιγματικός Μπαχ˙ και σ’ όλα και παντού ανάμεσα τους η σκόνη του Χρόνου στο συνειδητά τρυφερό, εύκολο αγκάλιασμα της από τις μαγικές νότες της Καραϊνδρου.
Η σκόνη του χρόνου˙ που απεγνωσμένα και ουτοπικά ο καλλιτέχνης δημιουργός προσπαθεί, ελπίζοντας πάντα να την βλέπει σαν γκρίζα πάχνη απλωμένη στα συναισθήματα, στην πολιτική, στην απαξία του κοινωνικού όντος και στην προσπάθεια του κάποτε να εξιλεωθεί μέσα απ’ τη διαδικασία της κάθαρσης˙ μπορεί και να είναι όντως σκόνη γι’ αυτόν, το ίδιο όμως το μέγεθος της παραφοράς του, ως και η εξουθενωτική ανάλωση του να καταλάβει, δεν αφήνει περιθώρια και στον πιο απλό θεατή που τον παρακολουθεί να μην καταλάβει ότι τις μνήμες του, την ίδια του τη φιλοσοφία, στο πέρασμα του χρόνου, δεν τις σκεπάζουν οι πατιναρισμένες προσωπικές του αγωνίες, αλλά η πανανθρώπινη αγωνία του χθες, του σήμερα και κυρίως του αύριο.

Μετά και το θάνατο της Ελένης, τι άλλο άραγε απομένει στον βαθυστόχαστο τον καλλιτέχνη από το εκκλησιαστικό όργανο και τη βεβαίωση του ειδικού, ότι «στο τέλος, τέλος κάτι μένει». Κοιτώντας τον κόσμο με τα μάτια του Αγγελόπουλου, πόσες οι ψευδαισθήσεις, για να περνά κι αυτό σαν τάχατες αληθινό!
Το τέλος της σκόνης του χρόνου, παρ’ όλο ότι ξεκινά από ψηλά, κι όσο τρυφερό και να φαίνεται στο ανάλαφρο στιγμιαίο πεταμά του, και πάλι προσγειωμένο επάνω στην ίδια πανάρχαια γη, κινούμενο αέναα ελίσσεται φορτωμένο με τις παλιές προδιαγραφές των γήινων μορφών και των ανθρώπινων παθών τους. Σαν μια αιώνια κατάρα, της ίδιας τους της μνήμης!
Η σκόνη του χρόνου λιγότερο κοπιώδης στην αφηγηματική ανάγνωση της σε σχέση με το λιβάδι που δακρύζει. Πιο λιτή στα εικαστικά πλάνα της διευκολύνει την στιβαρότητα του δομημένου μύθου με αληθινή αγωνία. Υπέροχη η φωτογραφία του Ανδρέα Σινάνου. Οι ηθοποιοί πιστοί στις ιδέες του καλλιτέχνη, με τον αισθαντικό Σπύρο, την δυναμική Ελένη, τον ανθρώπινο Γιάκομπ, τον εγγενώς προβληματισμένο γιό του Σπύρου και της Ελένης και την γυναίκα του, στην ιδιαιτέρως τόσο ανεπαίσθητα αισθαντική στιγμή του τελευταίου τους αποχαιρετισμού στο δρόμο.


Ταινία δύσκολη, όπως οι περισσότερες μετά την αναπαράσταση, του Αγγελόπουλου, που όμως, παρ’ όλες τις επιπόλαιες και εμπαθείς πολιτικά ματιές των ορκωτών κριτών του Κινηματογράφου, σε καμία περίπτωση, δεν είναι δυνατόν να αμαυρώσουν ούτε το μέγεθος του έλληνα καλλιτέχνη, ούτε την αληθινή φύση του πνεύματος του πρωτεργάτη διανοούμενου της ελληνικής αριστεράς στον Κινηματογράφο. Αυτός που αναφέρει συνεχώς το όνομα του Θεού, έλεγε ο Σάρτρ, δεν μπορεί να είναι άθεος. Οι πραγματικοί άθεοι δεν αναφέρονται ποτέ στο θεό. Μην ανησυχούν οι σύντροφοι του Κ.Κ.Ε η ψυχή του Αγγελόπουλου ήταν και θα μείνει κόκκινη. Οι προτομές του Στάλιν, στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, έτσι κι αλλιώς δεν αλλοιώνουν στη μνήμη κανενός την εικόνα στην παρέλαση, μπροστά απ' το κρεμλίνο, του Πατερούλη των λαών. Άλλο η πίκρα κι άλλο η Ιστορία. Δικαίωμα όλων μας να είμαστε πικραμένοι... και πικραμένοι να αγωνιζόμαστε!